χρηματοδοτώ — χρηματοδοτῶ, έω, ΝΜ [χρηματοδότης] δίνω χρήματα νεοελλ. παρέχω, έναντι ορισμένου ανταλλάγματος, τους αναγκαίους για τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας χρηματικούς πόρους … Dictionary of Greek
χρηματοδότηση — η, Ν [χρηματοδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρηματοδοτώ 2. φρ. «χρηματοδότηση επιχειρήσεων» το σύνολο τών ενεργειών με τις οποίες ρυθμίζεται ο εφοδιασμός τών επιχειρήσεων σε κεφάλαια … Dictionary of Greek
χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α … Dictionary of Greek
χρηματοδότηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρηματοδοτώ, το να δίνει κάποιος χρηματοδότης τα αναγκαία για τη λειτουργία μιας επιχείρησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)