χρηματοδοτώ

χρηματοδοτώ
χρηματοδότησα, χρηματοδοτήθηκα, χρηματοδοτημένος, δίνω σε κάποιον τα αναγκαία χρήματα για κάποια εργασία: Η επιχείρηση αυτή χρηματοδοτείται από το κράτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρηματοδοτώ — χρηματοδοτῶ, έω, ΝΜ [χρηματοδότης] δίνω χρήματα νεοελλ. παρέχω, έναντι ορισμένου ανταλλάγματος, τους αναγκαίους για τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας χρηματικούς πόρους …   Dictionary of Greek

  • χρηματοδότηση — η, Ν [χρηματοδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρηματοδοτώ 2. φρ. «χρηματοδότηση επιχειρήσεων» το σύνολο τών ενεργειών με τις οποίες ρυθμίζεται ο εφοδιασμός τών επιχειρήσεων σε κεφάλαια …   Dictionary of Greek

  • χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α …   Dictionary of Greek

  • χρηματοδότηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χρηματοδοτώ, το να δίνει κάποιος χρηματοδότης τα αναγκαία για τη λειτουργία μιας επιχείρησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”